αὐτομάτους

αὐτομάτους
αὐτόματος
acting of one's own will
masc acc pl
αὐτόματος
acting of one's own will
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαροφυλακή — η, Ν ναυτ. ειδική υπηρεσία τού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, αρμόδια για το προσωπικό που υπηρετε[ή συντηρεί τους αυτόματους και τους μη αυτόματους φάρους, για την επίβλεψη τής λειτουργίας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + φυλακή (πρβλ. ακτο… …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • διμεταλλικός — Αυτός που αναφέρεται στον διμεταλλισμό. Στη φυσική, δ. επαφή χαρακτηρίζεται η επαφή δύο διαφορετικών μετάλλων, κατά την οποία εκδηλώνονται θερμοηλεκτρικά φαινόμενα. Δ. ταινία ή έλασμα ονομάζεται, εξάλλου, η διπλή μεταλλική ταινία που σχηματίζεται …   Dictionary of Greek

  • πολφίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού οδοντικού πολφού, που αποτελεί συχνότερα επιπλοκή τής τερηδόνας τών δοντιών, εκδηλώνεται με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, αυτόματους, διαλείποντες πόνους, οι οποίοι ακτινοβολούν στη γύρω περιοχή και εκλύονται ή… …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λούνικ — (Lunik). Ονομασία σειράς μη επανδρωμένων διαστημόπλοιων της πρώην ΕΣΣΔ, που άρχισαν να εκτοξεύονται από τον Ιανουάριο του 1959, με σκοπό την εξερεύνηση της Σελήνης. Η πρώτη γενιά αυτών των διαστημόπλοιων πραγματοποίησε την πτήση από τη Γη στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”